- πλασταριά
- ηφαρδύ σανίδι όπου πλάθουν το ζυμάρι ή ανοίγουν τα φύλλα για πίτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλασταριά — η, Ν πλατιά σανίδα ή μικρό τραπέζι στο οποίο πλάθεται η ζύμη ή κόβεται σε φύλλα, πλαστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάθω* (πρβλ. πλάστ ης) + κατάλ. αριά (πρβλ. ψηστ αριά)] … Dictionary of Greek
πιτοσάνιδο — το, Ν η πλασταριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτα + σανίδι] … Dictionary of Greek
πλάθανο — το / πλάθανον, ΝΑ πλατιά σανίδα στην οποία πλάθουν ψωμί, πίτες κ.λπ., πλασταριά αρχ. (κατά τον Πολυδ.) ο τόπος όπου ψήνουν το ψωμί ή τις πίτες, φούρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλαθ τού πλάσσω* + επίθημα ανον (πρβλ. έδρ ανον, σπάργ ανον)] … Dictionary of Greek
πλάσσω — και πλάττω, ΝΜΑ, και πλάθω Ν 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔ β. «τὰ μέλη τοῡ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῑον ἐστι», Πλούτ.) 2. (κυρίως) κατεργάζομαι… … Dictionary of Greek
πλαστήρι — το / πλαστήριον, ΝΜ νεοελλ. 1. πλασταριά 2. κυλινδρική ράβδος χρήσιμη για την κατασκευή λεπτών φύλλων ζύμης, αλλ. πλάστης ή μπλάστρης μσν. εργαστήριο αγγειοπλαστικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάσσω/πλάθω + επίθημα τήρι(ον) (πρβλ. κλαδευ τήρι, σουρω τήρι)] … Dictionary of Greek